- βελτίονα
- βελτί̱ονα , βελτίωνbetterneut nom/voc/acc comp plβελτί̱ονα , βελτίωνbettermasc/fem acc comp sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μεταπίπτω — (ΑΜ μεταπίπτω) [πίπτω] 1. πέφτω με διαφορετικό τρόπο ή σε άλλο μέρος, αλλάζω απότομα θέση ή κατάσταση, μεταστρέφομαι, μεταβάλλομαι ή αλλοιώνομαι ξαφνικά («ἀπὸ μὲν δὴ ταύτης τῆς ἡμέρας μεταπεσεῑν τὸ εἶδος», Ηρόδ.) 2. γραμμ. (για λέξεις) αλλάζω… … Dictionary of Greek